- ακράτητος
- -η, -ο (Α ἀκράτητος, -ον) [κρατῶ]1. αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί, να συγκρατηθεί2. ακατάσχετος, βίαιος, ορμητικός3. αχαλίνωτος, ανυπότακτος, αδάμαστοςαρχ.-μσν.1. ο άπιαστος, ο αναφής*2. ο αήττητος.
Dictionary of Greek. 2013.